- ἀναβηττομένων
- ἀναβήσσωto cough uppres part mp fem gen pl (attic)ἀναβήσσωto cough uppres part mp masc/neut gen pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επισχετικός — ή, ό (Α ἐπισχετικός, ή, όν) [επίσχεση] αυτός που προκαλεί ανάσχεση, επίσχεση, που παρεμποδίζει, συκρατεί (α. «επισχετικά φάρμακα» β. «ἔτι τε τῶν ἐκ θώρακος καὶ πνεύμονος ἀναβηττομένων ἐπισχετικόν», Γαλ.) αρχ. εμφρακτικός, που προκαλεί έμφραξη … Dictionary of Greek